- μολυβδωτός
- μολυβδωτός, verbleit, mit Blei gelötet
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μολυβδωτός — ή, ό (Α μολυβδωτός, ή, όν) [μολυβδώνω] αυτός που έχει επικαλυφθεί ή κολληθεί ή περιδεθεί με μόλυβδο νεοελλ. ο κατασκευασμένος από μόλυβδο … Dictionary of Greek
μολυβωτός — ή, ο [μολυβώνω] μολυβδωτός … Dictionary of Greek